- συνεκτικός
- η , ό[ν]1) сдерживающий, удерживающий;
συνεκτική δύναμη — сила сцепления;
2) крепкий, прочный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεκτική δύναμη — сила сцепления;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεκτικός — ή, ό / συνεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνέχω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την δύναμη να συνέχει, να συγκρατεί 2. φρ. «συνεκτικό αίτιο» (στη στωική φιλοσ.) κύριο, αποτελεσματικό, δραστικό αίτιο, σε αντιδιαστολή προς το συναίτιο νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
συνεκτικός — συγκτίζω join with perf part act neut nom/voc/acc sg συνεκτικός fit for holding together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συγκρατεί: Δεν υπάρχουν πια συνεκτικοί δεσμοί ανάμεσά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεκτικά — συνεκτικός fit for holding together neut nom/voc/acc pl συνεκτικά̱ , συνεκτικός fit for holding together fem nom/voc/acc dual συνεκτικά̱ , συνεκτικός fit for holding together fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτικώτερον — συνεκτικός fit for holding together adverbial comp συνεκτικός fit for holding together masc acc comp sg συνεκτικός fit for holding together neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτικωτάτων — συνεκτικός fit for holding together fem gen superl pl συνεκτικός fit for holding together masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτικῶν — συνεκτικός fit for holding together fem gen pl συνεκτικός fit for holding together masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτικόν — συνεκτικός fit for holding together masc acc sg συνεκτικός fit for holding together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτικώτατα — συνεκτικός fit for holding together adverbial superl συνεκτικός fit for holding together neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτικώτατον — συνεκτικός fit for holding together masc acc superl sg συνεκτικός fit for holding together neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτικαῖς — συνεκτικός fit for holding together fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)